Ιωάννης Κορακιανίτης , θεολόγος 2ου Γυμνασίου Κερκύρας
Αγαπητοί συνάδελφοι και αδελφοί εν Χριστώ.
Το θέμα που καλούμαστε ν’ αναπτύξουμε στην αγάπη σας είναι «ο θεολόγος του σήμερα μπροστά στις προκλήσεις των καιρών».
Είναι αλήθεια ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας θεολόγος είναι πολλές και σε διαφορετικούς τομείς. Η άμετρη ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλά και η πίστη του σύγχρονου ανθρώπου, ότι μ’ αυτή θα γίνει ευτυχισμένος και θα πάψει να έχει προβλήματα, είναι μία από αυτές.
Η χρήση του διαδικτύου και η περιπλάνηση των ανθρώπων στον κυβερνοχώρο, είτε για λόγους εργασίας, είτε για πληροφόρηση, πολλές φορές δε για «ψυχαγωγία» και «ξεκούραση», είναι δεδομένη πλέον ακόμη και για τις μικρές ηλικίες. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η διακίνηση ιδεών, η ανταλλαγή απόψεων, κρίσεων και επικρίσεων για συγκεκριμένα θέματα, αλλά και η καταιγιστική προσφορά γνώσεων και στοιχείων για οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας δεν έχει προηγούμενο.
Παράλληλα η αλματώδης ανάπτυξη και βελτίωση του τρόπου μεταφοράς των ανθρώπων με κάθε είδους μέσον αλλά και η εξάπλωση δικτύου μετακίνησης ανθρώπων και διακίνησης αγαθών, από και προς σχεδόν κάθε χώρα, μας κάνει όλους να νομίζουμε ότι πραγματικά η γη μας είναι πλέον μία μεγάλη γειτονιά, ένας τόπος όπου πολύ εύκολα μπορούμε να συναντηθούμε, να ταξιδέψουμε, να επικοινωνήσουμε.
Αυτή η ευκολία όμως μετακίνησης πληθυσμών και διακίνησης ιδεών συνεπάγεται παράλληλη μεταφορά πολιτισμικών αγαθών, ήθους και νοοτροπίας. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ο ρόλος της τηλεόρασης και διαφόρων ιστοσελίδων, τα οποία διαμορφώνουν πλέον την ηθική της εποχής μας σε μία μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων. Η αλληλεπίδραση επίσης των ξένων προς την παράδοσή μας λαών (είτε τουρίστες /επισκέπτες είναι είτε μετανάστες) τροποποιεί παραδοσιακές δομές που χαρακτήριζαν τον τρόπο ζωής για αιώνες ολόκληρους.
Για παράδειγμα ο γάμος, όπως και άλλες παραδοσιακές δομές της κοινωνίας, περνάει μεγάλη κρίση στη εποχή μας, αφού το οπτικό πρίσμα και ο προσανατολισμός των ανθρώπων μεταβάλλεται διαρκώς ακολουθώντας κυρίως τις σύγχρονες τάσεις και κατευθύνσεις που προβάλλονται από τα Μ.Μ.Ε.
Η τεχνητή οικονομική κρίση που μας προβληματίζει ή μας τρομάζει, η δυσκολία εύρεσης εργασίας, η έλλειψη προσωπικής επικοινωνίας που έχει υποκατασταθεί από ψηφιακούς και ηλεκτρονικούς τρόπους δικτύωσης (facebook, messanger, Skype κ.λπ.), είναι χαρακτηριστικά μίας κοινωνίας ταχύτητας, διαρκώς κινούμενης και απασχολημένης, της οποίας τόσο ο ίδιος ο θεολόγος όσο και τα παιδιά αποτελούν μέλη.
Επιπλέον η προβολή λανθασμένων προτύπων, η διάδοση ενός πνεύματος πανσεξουαλισμού και η πεποίθηση ότι με τα χρήματα μπορούμε όχι απλά να καλύψουμε τις ανάγκες μας αλλά να βρούμε την πραγματική ευτυχία, οδηγεί τους νέους στην αναζήτηση μίας καλοπέρασης, στο κυνήγι μίας «dolce vita» έναντι οποιουδήποτε τιμήματος.
Η σύγχυση της κοινωνίας μας και του σημερινού ανθρώπου βρίσκει την έκφρασή της με τον καλύτερο τρόπο στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, του οποίου οι στόχοι και ο σκοπός συνεχώς επαναπροσδιορίζονται με εντυπωσιακούς συνδυασμούς λέξεων («ψηφιακό σχολείο», «δια βίου μάθηση», «καινοτόμο νέο σχολείο» κ.ά. ) ίσως επειδή χάθηκαν –και οι στόχοι και ο σκοπός- κάπου στην πορεία.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα σοβαρότατα οικογενειακά προβλήματα των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο αλλά και την έλλειψη αγάπης που τα διακατέχει και που πολλές φορές εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, έχουμε ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό το οποίο καλούμαστε ως θεολόγοι εκπαιδευτικοί ν’ αντιμετωπίσουμε.
Πέρα όμως από όλα αυτά τα κοινώς διαπιστωμένα προβλήματα και όσα επακόλουθα αυτά έχουν, υπάρχουν και οι ψυχές των ανθρώπων. Ψυχές οι οποίες σήμερα ίσως νοιώθουν περισσότερο πόνο και μοναξιά από ποτέ και προσδοκούν πιο πολύ αγάπη ή «λόγο παρακλήσεως» που γλυκαίνει την καρδιά του ανθρώπου. Βλέπουμε λοιπόν ότι η εποχή μας δημιουργεί ανθρώπους περισσότερο εξειδικευμένους σε κάθε τομέα και επάγγελμα από ποτέ, ταυτόχρονα όμως οι άνθρωποι αυτοί είναι «πεινώντες και διψώντες» για πραγματική αγάπη κι ακόμη πιο πολύ για φώτιση και χάρη από τον Θεό.
Όσο και αν εξελίσσεται η επιστήμη και η τεχνολογία, η φύση και η ουσία του ανθρώπου παραμένουν ίδιες. Μπορεί ο άνθρωπος να επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω του και να προσπαθεί να προλάβει τις όποιες εξελίξεις, κατά βάθος όμως δεν παύει να είναι ο ίδιος, με τις ίδιες ανάγκες, πόθους κι επιθυμίες.
Το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι διαχρονικό. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας από πολύ νωρίς επεσήμαναν την ανάγκη της χρήσης του περιβάλλοντος κάθε εποχής για την έκφραση αυτού του μηνύματος.
Αναγκαίο είναι λοιπόν ο θεολόγος σήμερα να προσπαθεί να εκφράσει το μήνυμα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τα δεδομένα της εποχής μας (η γλώσσα, ο σύγχρονος τρόπος σκέψης, το γεγονός ότι στη σημερινή κοινωνία έχει χαθεί ότι πριν από χρόνια θεωρούνταν αυτονόητο), πράγματα που μεταβάλλονται έτσι κι αλλιώς σε κάθε εποχή. Εννοείται εδώ ότι ο θεολόγος θα εργάζεται με αυξημένο αίσθημα ευθύνης ώστε να μην οδηγήσει σε αλλοίωση του μηνύματος αυτού ή παρέκκλισης από τη γραμμή των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Φυσικά μεγάλο ρόλο παίζει η προσωπικότητα του θεολόγου. Ο θεολόγος του σήμερα θα πρέπει να είναι καλός γνώστης των τεχνολογικών δεδομένων της εποχής μας και να τα χρησιμοποιεί κατάλληλα. Να γνωρίζει πάρα πολύ καλά την επιστήμη του γιατί η Αγία Γραφή και η Εκκλησία μας έχει ωραίες λύσεις και απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Να προσπαθεί συνεχώς να επιμορφώνεται και να ενημερώνεται ώστε να μπορεί να καταστήσει το μήνυμα του ευαγγελίου σαφές στη σύγχρονη πραγματικότητα. Κι αφού εκτός από καθηγητής-επιστήμονας είναι και άνθρωπος και μάλιστα χριστιανός, να βιώνει σωστά και όχι αρρωστημένα την ορθόδοξη πίστη του. Έτσι ώστε δεν θα τον φοβίζουν οι αλλαγές που παρουσιάζονται στην εκπαίδευση και τα διάφορα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα που παρουσιάζονται.
Βοηθός του σε αυτήν του την προσπάθεια, εκτός από τον προσωπικό του πνευματικό αγώνα, θα είναι όλα αυτά που προαναφέραμε και χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Με σχέδια μαθήματος, με διάφορες ερωτήσεις, με προβολή ψηφιακού υλικού, με χρήση Η/Υ, με τον τρόπο που θεωρεί γονιμότερο κάθε φορά ανάλογα με τους μαθητές που έχει και ο οποίος θα κεντρίζει το ενδιαφέρον τους, με την αγάπη του προς όλους τους μαθητές ανεξαιρέτως θα κάνει την προσπάθειά του, ελπίζοντας πάντοτε και στη βοήθεια του Θεού.
Σε ότι αφορά την ηθική της εποχής μας και τον σημερινό τρόπο σκέψης, επειδή είναι πραγματικά ένα κομβικό σημείο στη σχέση θεολόγου – καθηγητή με τα παιδιά, θα θέλαμε να θέσουμε σαν πρόταση τα εξής:
Ο θεολόγος δεν μπορεί να απορρίψει εξ ορισμού τη σημερινή πραγματικότητα, δεν μπορεί να μην αποδεχθεί το σήμερα. Καλείται όμως με όμορφο τρόπο να παρουσιάσει την ηθική και τις αξίες του γνήσιου χριστιανικού ήθους. Να συζητήσει με τα παιδιά, γνωρίζοντας ότι μπορεί να έρχονται την τάξη με εντελώς διαφορετικά δεδομένα, όπως τα προσέλαβαν από το στενό τους περιβάλλον. Να τους δείξει ότι η πνευματική και πολιτιστική μας ιστορία διαμορφώθηκε μέσα από έναν άλλο τρόπο ζωής, ο οποίος προτείνεται από την Εκκλησία μας με σκοπό την αλλαγή του «έσω ανθρώπου», ώστε ο άνθρωπος κοντά στο Χριστό να είναι χαρούμενος, να είναι ευτυχισμένος και να βιώνει τον Παράδεισο, τη σχέση με το Θεό, από εδώ. Πολλές φορές πέφτουμε στον πειρασμό (μας έρχεται ο λογισμός) να κατακρίνουμε τα παιδιά, γιατί είναι ανήθικα, είναι μακριά από το Θεό, δεν σέβονται τίποτε κ.λπ. Ας θυμηθούμε εκείνο που ένας Αββάς στο Γεροντικό λέει: «όταν κρίνεις τους άλλους δεν σου μένει χρόνος να τους αγαπήσεις».
Σε ότι αφορά το ζήτημα που ενδεχομένως αφορά τους περισσότερους θεολόγους σήμερα, με τις μεταρρυθμίσεις και την ενδεχόμενη κατάταξη του μαθήματος των θρησκευτικών στα επιλεγόμενα, μέσα στο καλάθι των «ανθρωπιστικών» σπουδών (οι εντυπωσιακές λέξεις που αναφέραμε πιο πάνω), θα θέλαμε να σταθούμε λίγο περισσότερο.
Αρκετά χρόνια πριν ξεκίνησε μία «συζήτηση», μία ανταλλαγή απόψεων και θέσεων σχετικές με το χαρακτήρα του μαθήματος. Μερικοί λοιπόν υποστήριζαν ότι το μάθημα θα πρέπει να έχει χαρακτήρα θρησκειολογικό, εφόσον απευθύνεται σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, του οποίου οι διαπολιτισμικές σχέσεις και ανάγκες ορίζουν αυτό το χαρακτήρα. Το μάθημα, όπως γινόταν, κατηγορήθηκε ως «ομολογιακό» (κατά τα Γερμανικά πρότυπα προφανώς, όπου η κάθε ομολογία αναλαμβάνει τη θρησκευτική εκπαίδευση των μαθητών που ανήκουν σ’ αυτήν) και οι «ανανεωτικοί» ή «προοδευτικοί» όπως θέλουν ν’ αποκαλούνται, υπερτονίζουν την ανάγκη άμεσης, ει δυνατόν, τροποποίησης των αναλυτικών προγραμμάτων προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μία συντηρητικότερη μερίδα οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το μάθημα πρέπει να παραμείνει «ομολογιακό» ή «κατηχητικό», ότι δεν πρέπει ν’ αλλάξει τίποτε και ότι για όλα φταίνε είτε οι μετανάστες που συρρέουν αθρόα στη χώρα μας φέρνοντας στοιχεία του δικού τους πολιτισμού, είτε η εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου και των Επιτροπών κατάρτισης των αναλυτικών προγραμμάτων ,το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κ.ά. Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο το οποίο είναι κοινό είναι η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα για τους αλλόθρησκους, ετερόδοξους κλπ. Φυσικά μετά τις περίφημες εγκυκλίους του υπουργείου προ διετίας γνωρίζετε πόσο ευάλωτη έγινε η θέση του μαθήματος αλλά και τα νομικά κενά που έχουν προκύψει, τα οποία «επιτρέπουν» κατά το δοκούν ερμηνείες σε ότι αφορά τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών, δεν είναι όμως σκόπιμο επί του παρόντος να αναλυθεί περισσότερο.
Λίγες σκέψεις θα θέλαμε να καταθέσουνε στην αγάπη σας πάνω σε αυτά. Είναι γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών στο σημερινό σχολείο δεν είναι και ούτε μπορεί να είναι κατήχηση. Η κατήχηση είναι ευθύνη και ρόλος της Εκκλησίας, της οποίας όλοι είμαστε μέλη και εξίσου μπορεί να έχουμε το ποσοστό ευθύνης που μας αναλογεί. Είναι κομμάτι του τρόπου ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και φυσικά συνδέεται άμεσα με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Θεία Ευχαριστία).
Ο καθηγητής στην τάξη δεν είναι ούτε πνευματικός ούτε ιερέας. Είναι επιστήμονας. Δεν θα εξετάσει το βαθμό πίστης του κάθε παιδιού ούτε θα το ρωτήσει εάν εξομολογήθηκε για να του βάλει καλύτερο βαθμό. Ακόμη κι ένας εκπαιδευτικός -ιερέας στο σχολείο ενεργεί μόνο σαν εκπαιδευτικός.
Τι θα κάνει λοιπόν ο θεολόγος καθηγητής στην τάξη; Λειτουργώντας επιστημονικά θα παρουσιάσει την πνευματική ιστορία αυτού του τόπου. Όπως ο ιστορικός θα παρουσιάσει την πολιτική ιστορία μας, ένας άλλος συνάδελφος τη Γεωγραφία κ.ο.κ. έτσι και ο θεολόγος θα παρουσιάσει την πνευματική ιστορία αυτής της χώρας, αφού θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο για τον κάθε μαθητή να γνωρίσει τις συντεταγμένες , το πλαίσιο, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τόπου στον οποίο κατοικεί. Να διδαχθεί δηλαδή ποιον τρόπο ζωής ακολούθησε ο λαός μας και έφτασε στον τρόπο ζωής της εποχής μας. Όπως ως έθνος και ως λαός περάσαμε από διάφορα στάδια και έχουμε συγκεκριμένη ιστορική πορεία, με όλες τις δοξασμένες στιγμές αλλά και τα λάθη του παρελθόντος, και μέσα από το μάθημα της Ιστορίας παρουσιάζεται αυτή η πορεία για να μπορούμε να καταλάβουμε πως φτάσαμε ως εδώ, έτσι πιστεύουμε ότι πρέπει να παρουσιάζεται σε όλους και η πνευματική μας ιστορία, χωρίς φυσικά να υποτιμούμε την πίστη κανενός, προκειμένου να δηλώνουμε το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ.
Θεωρούμε λοιπόν ότι το μάθημα δεν μπορεί να έχει κατηχητικό χαρακτήρα, αφού αυτό είναι έργο και ευθύνη του εκκλησιαστικού σώματος για τα μέλη του. Πολύ περισσότερο θεωρούμε ότι το μάθημα δεν μπορεί να έχει θρησκειολογικό χαρακτήρα, αφού πιστεύουμε ότι έτσι θα χάσει εντελώς την ιδιαιτερότητά του .Θέτουμε ένα εύλογο, πιστεύουμε, ερώτημα: στο μάθημα της «κοινωνικής και πολιτικής αγωγής» δεν διδάσκονται όλα τα πολιτεύματα εξίσου, αλλά ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στο δημοκρατικό πολίτευμα και τις προεκτάσεις του. Εκεί χωρίς να γίνεται διάκριση ή αναφορά πουθενά για το ότι είναι σεβαστό κάποιος μαθητής να έχει ολιγαρχικές, αναρχικές ή όποιες άλλες τάσεις σε ό,τι αφορά το πολίτευμα, η δημοκρατία αναλύεται με κάθε λεπτομέρεια. Γιατί λοιπόν εδώ δεν σεβόμαστε την “ελευθερία των μαθητών” και στα θρησκευτικά πρέπει να έχουμε θρησκειολογικό μάθημα που θα αναλύει επί ίσοις όροις όλες τις θρησκείες, ώστε ο μαθητής να μπορεί «να μάθει τα πάντα»; Και για όσους ανησυχούν για το αν συνάδει ο μη θρησκειολογικός χαρακτήρας του μαθήματος με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, ας θυμίσουμε την πρόβλεψη επίσης της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τη διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων των επί μέρους παραδόσεων και μάλιστα αυτών που αφορούν την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία μιας χώρας.
Μέσα όμως από το μάθημά μας παρουσιάζουμε τις πνευματικές μας ρίζες, ότι ο λαός μας διαμέσου των αιώνων είχε και έχει αυτή τη συγκεκριμένη παράδοση και κουλτούρα. Την κουλτούρα αυτή και την εξέλιξή της μας την προσδιορίζει με το γλαφυρό του τρόπο ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας: «Ο βυζαντινός πολιτισμός, καθώς είναι δομημένος και συγκροτημένος οργανικά από τη φιλοσοφία του, πολύ φανερά την αντικατοπτρίζει στα εκδηλώματά του. Η ορθόδοξη ζωή και σκέψη εκφράζονται τόσο στη θεολογία, στη λατρεία, στην τέχνη… όσο ακόμα και στην οργάνωση των …θεσμών, στη σχέση Εκκλησίας και πολιτείας και στην πολιτική απέναντι στη Δύση και στους Ανατολικούς λαούς. Γι΄ αυτό η γνώση της φιλοσοφίας αυτής… μας βοηθάει να κατανοούμε και να ερμηνεύουμε ακόμη και τις διπλωματικές και πολιτικές ενέργειες της αυτοκρατορίας… Όμως στον βυζαντινό πολιτισμό, δηλαδή στην ελληνορθόδοξη ζωή με τα μνημεία της, δεν κυριαρχεί μήτε μια ηθικολογία μήτε ένα τυποποιημένο σύστημα αξιών. Πρόκειται για τρόπο ζωής με δημιουργικό προχώρημα, που τελικά αφήνει σε κάθε φάση της ιστορίας τα προϊόντα της δημιουργίας»[1]. Για να κατανοηθούν όμως όλα τα παραπάνω χρειάζεται μια γνώση που να ξεκινάει από τις θεολογικές προϋποθέσεις της Παλαιάς Διαθήκης, να συνεχίζεται με την Καινή Διαθήκη και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας καθώς και με τη λατρευτική πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έφτασε ως τις μέρες μας. Είναι προφανώς ανάγκη να κατανοήσουμε ότι με τον όρο «παράδοση» δεν εννοούμε κάτι το στατικό, κάτι που βιώθηκε μόνο στο παρελθόν και δεν αφορά το παρόν, κάτι που αναφέρεται σε άλλους και δεν έχει να κάνει με εμάς. Σύμφωνα με τους Αγίους της Εκκλησίας μας «Η γνήσια και αμίαντη παράδοση του Πνεύματος ρέει σαν λεπτό ρεύμα στον ωκεανό της εκκλησιαστικής ζωής». Τα λόγια αυτά είναι από το βιβλίο «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», του μακαριστού αρχιμανδρίτη Σωφρονίου.[2]
Αυτή η πνευματική πορεία είναι το δομικό στοιχείο που διαμόρφωσε την ιδιαιτερότητά μας ως έθνους και ανθρώπινης κοινωνίας. Σε μια εποχή που διακατέχεται από πολλαπλή σύγχυση ταυτότητας, η γνώση της πιστεύουμε ότι βοηθάει στην εύρεση της αυτοσυνειδησίας μας, όχι ως ένα ανεξάρτητο και αποσπασμένο κομμάτι ενός παγκοσμιοποιημένου χωριού αλλ’ ως συνέχεια και ακολουθία μιας προϋπάρχουσας κατάστασης, ενός συγκεκριμένου τρόπου βιοτής: έκφραση συγκεκριμένου ήθους, του εκκλησιαστικού ήθους.
Ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα της εποχής μας είναι η προσπάθεια μαζοποίησης των πάντων, η προσπάθεια να σβηστεί οποιαδήποτε προσωπική, ομαδική ή εθνική ιδιαιτερότητα. Στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης τα ιδιαίτερα στοιχεία του κάθε λαού μπαίνουν σε μια χοάνη, πολτοποιούνται και ισοπεδώνονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε έναν κόσμο απρόσωπο, όπου όλοι οι άνθρωποι τείνουν να γίνουν άβουλα όντα, μάζα, κοπάδι, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προσωπικότητα. Αντιγράφουμε από την ανοικτή επιστολή προς τον ελληνικό λαό 60 καθηγητών πανεπιστημίου: «Η χειρότερη μορφή κατοχής που απειλεί την υπαρξιακή μας συνείδηση, θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά μας και αμφισβητεί τη διατήρηση των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του έθνους και της φυλής μας, είναι η πολιτιστική κατοχή. Επιβάλλεται με την κατάργηση του γλωσσικού μας πλούτου, την παραποίηση της ιστορίας, τη αλλοίωση της κοσμοθεωρίας και της θρησκευτικής μας παράδοσης με την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών και την προπαγάνδα αλλά κυρίως με την απαξίωση των αρετών. Αυτά δηλαδή που μέχρι τώρα συνέβαλαν και συμβάλλουν στη διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης για δύο χιλιάδες χρόνια»[3].
Εμείς λοιπόν ως Έλληνες και ως ορθόδοξοι αντιδρούμε σ΄αυτό. Θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας του κάθε λαού και ο πολιτισμός που αυτός διαμορφώνει είναι εκείνο τον κάνει να ξεχωρίζει από τα ζώα. Καλύτερα θα λέγαμε πως είναι ό,τι πιο σπουδαίο έχουμε. Έτσι τα έθνη θα πρέπει να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητά τους, σεβόμενα ταυτόχρονα την ιδιαιτερότητα των άλλων. Ο λαός μας, χωρίς να θεωρεί ότι είναι ανώτερος ή ότι υπολείπεται σε κάτι από τους άλλους, έχει κάτι διαφορετικό, που οφείλεται στην ιδιαίτερη παράδοσή του.
Το πόσο αναγκαία είναι η μετάδοση αυτής της παράδοσης μας το υπενθυμίζουν και τρία άλλα κείμενα: το πρώτο είναι και πάλι του αείμνηστου καθηγητή Νικολάου Ματσούκα μας λέει ότι : «αν χάσει κανείς τις ιστορικές ρίζες, αν δεν ακούει τα στόματα των χαρισματικών μελών του σώματος και αν ξεκόψει από το οργανικό σώμα της ίδιας της ιστορίας, τότε μπορεί να λέει «ενδιαφέροντα» πράγματα, δεν περιγράφει όμως τίποτα από τη σαρκωμένη αλήθεια μέσα στα συγκεκριμένα όρια της κοινότητας»[4]. Το δεύτερο, του επίσης μακαριστού γερμανού βαλκανολόγου και ιστορικού του Πανεπιστημίου της Βιέννης Gunnar Hering: «Αν παραβλέψουμε το ρόλο της Εκκλησίας και τα συστατικά στοιχεία της θρησκευτικής πίστης , δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε την ιστορία των Ελλήνων κατά τους νεότερους χρόνους και τις αντιλήψεις τους γι’ αυτήν ούτε την εμμονή στα παραδεδομένα και τον σύγχρονο εθνισμό»[5]. Και το τρίτο του Γεωργίου Σεφέρη: «είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;»[6].
Θεωρούμε ότι η πίστη κατευθύνει τον άνθρωπο όχι ατομικά, ατομοκεντρικά, όπως συνήθως αναγνωρίζεται στη Δύση, αλλά σαν κοινότητα, σαν κοινωνικό σύνολο, στις σχέσεις του ανθρώπου και με το Θεό και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Στην ουσία η πίστη του ανθρώπου διαμορφώνει τον τρόπο ζωής του, το οπτικό πρίσμα μέσα από το οποίο προσλαμβάνει, κατανοεί και αποδέχεται ή απορρίπτει πρόσωπα και γεγονότα. Γι’ αυτό και η κάθε θρησκεία δημιουργεί πολιτισμό, κουλτούρα. Δεν διαμορφώνει απλώς ιδέες και έννοιες αλλά τρόπο ζωής συγκεκριμένο. Έργο λοιπόν του θεολόγου ,μέσα από το μάθημα των θρησκευτικών, είναι να παρουσιάσει την παράδοση αυτή, αυτό τον τρόπο ζωής, διαμέσου των αιώνων είτε οι μαθητές είναι ορθόδοξοι είτε όχι. Γι αυτό θεωρούμε ότι το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Και είναι περισσότερο από αυτονόητο το γεγονός ότι ο θεολόγος καθηγητής ούτε θα υποτιμήσει ποτέ την πίστη κανενός ούτε θα παρεμποδίσει του κάθε μαθητή τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα.
Σας αναφέρω χαρακτηριστικά πάλι από το βιβλίο «Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», του μακαριστού αρχιμανδρίτη Σωφρονίου τις θέσεις του αγίου σχετικά με τη στάση μας προς τους άλλους: «Ο Χριστός είναι ο άπειρος Θεός. Δε σταυρώθηκε μόνο για τους πιστούς, αλλά για όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ως τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Να ακολουθεί κάποιος τον Χριστό, σημαίνει να πάσχει, για να θεραπευθεί και να σωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Δεν μπορεί να είναι διαφορετικά». Και αλλού: «Όποιος αγαπά τον Χριστό αφομοιώνει και φέρει μέσα του τα αισθήματα που είχε ο Ιησούς Χριστός, ζει την ανθρωπότητα ως ένα Αδάμ, προσεύχεται για τον «Αδάμ παγγενή». Ιδού ο αληθινός Χριστιανισμός». Και ο Νικόλαος Ματσούκας αναφέρει στον α΄τόμο της Δογματικής του: «αυτός που αποδέχεται ελεύθερα και δημιουργικά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας… ως κύριο στόχο έχει την πειθώ και την πρόοδο. Κι όταν είναι ανάγκη από την ανεξέλεγκτη και δραματική φορά των πραγμάτων κάποιος να θυσιαστεί , είναι πρόθυμος να θυσιάσει τον εαυτό του, δίχως πρώτα να θίξει βίαια τους αντιπάλους του»[7]. Εδώ θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα περιστατικό που δείχνει πως αντιμετωπίζει τους άλλους ένας άνθρωπος που βιώνει γνήσια την παράδοσή μας.Πριν από δέκα περίπου χρόνια ο σεβάσμιος γέροντας Ειρηναίος, μητροπολίτης εν ενεργεία τότε Κισσάμου και Σελίνου, ο «παππούς» όπως τον αποκαλούν στην Κρήτη, σε μια σύναξη θεολόγων μας διηγήθηκε τα εξής: «Είδα πριν λίγες μέρες (ήταν περίοδος κοντά στα Χριστούγεννα) ένα ζευγάρι μεταναστών να προχωράνε στο δρόμο, κουβαλώντας όλα τους τα υπάρχοντα σε ένα μπόγο και σπρώχνοντας ένα παλιό καρότσι με το μωράκι τους. Έστειλα έναν παπά και έμαθα ότι δεν είχαν που να κοιμηθούν. Τους φιλοξενήσαμε λοιπόν σ΄ένα οίκημα της Μητροπόλεώς μας και φροντίσαμε ώστε κάθε μέρα είτε κάποιος ιερέας είτε κάποιος ενορίτης να τους πηγαίνει ένα πιάτο φαΐ και να βλέπει μήπως χρειάζονται κάτι. Μετά από κάνα δυο εβδομάδες οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν δειλά δειλά στην Εκκλησία. Δεν τους ρώτησα ούτε αν είναι χριστιανοί ούτε αν είναι μουσουλμάνοι, τίποτα. Στα πρόσωπά τους όμως όταν έμπαιναν στην πόλη μας είδα τον Ιωσήφ, την Παναγία μας και το Χριστό να μπαίνουν στη Βηθλεέμ ψάχνοντας τόπο να διαμείνουν».
Κι όπως μας έλεγε ένας καλός φίλος και συνάδελφος εκείνο που οπωσδήποτε θα μείνει στα παιδιά είναι η αγάπη που θα τους δείξουμε: μπαίνοντας ο ίδιος κάποια φορά σε τάξη και ενθυμούμενος τη φράση του Χριστού «Εγώ ειμί το Α και το Ω»[8] σκέφτηκε ότι το Α και το Ω είναι το πρώτο και το τελευταίο γράμμα της λέξης «αγαπώ». Ας μεταδώσουμε λοιπόν σε όλους την παράδοσή μας με αγάπη Χριστού και ας επιλέξουν οι μαθητές μας ό,τι θέλει ο καθένας ελεύθερα.Είναι ελεύθερος ο καθένας -και αυτό είναι υπέροχο- να έχει την ιδιαιτερότητά του και την πίστη του.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας πω δυο λόγια που αφορούν τα «καθ’ ημάς», τους θεολόγους. Πιστεύουμε ότι υπάρχει μεγάλη ωφέλεια όταν συναντιόμαστε ως θεολόγοι, όχι μόνον στα συνέδρια αλλά και στις απλές μεταξύ μας συναντήσεις, όπου μπορούμε να ανταλλάσουμε απόψεις και να συμπροβληματιζόμαστε πάνω στα ζητήματα που μας αφορούν.Πολύ περισσότερο δε όταν μας δίνεται η ευκαιρία να συναντιόμαστε σε κάποια λατρευτική σύναξη. Υπάρχει επίσης παλαιόθεν ο πειρασμός του να χωριζόμαστε σε ομάδες ή μερίδες και να βάζουμε ταμπελάκια στους άλλους. Καλό είναι, θεωρούμε, να σεβόμαστε τις διαφορετικές καταβολές (που φτάνουν μέχρι και το οικογενειακό περιβάλλον του καθενός όπου μεγάλωσε), τις ευκαιρίες και εμπειρίες που έχει μέχρι τώρα και αντί να προσπαθούμε πολλές φορές να επιβάλλουμε την άποψή μας, καλύτερα ας προσευχόμαστε και για εμάς και για τους άλλους. Πολλές φορές ξεχνάμε τη δύναμη της προσευχής και την πρόνοια του Θεού. Ας κάνουμε τον αγώνα μας αλλά να ελπίζουμε στην αγάπη και βοήθεια του Θεού, έτσι ώστε «πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»[9]. Ας έχουμε τον πνευματικό μας για να λύνει τις απορίες μας και με τη χάρη του Θεού να μας κατευθύνει προς Αυτόν. Ας μετέχουμε όσο μπορεί ο καθένας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, διότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον από του πατρός των φώτων»[10]. Και παραφράζοντας λίγο τα λόγια του μακαριστού γέροντος Παϊσίου όταν βλέπουμε συναδέλφους που μπορεί να κάνουν λάθος σε κάτι ή να μην έχουν διάκριση σε κάποιο άλλο θέμα, αντί να τους κατακεραυνώνουμε ή να αρνούμαστε την όποια επικοινωνία μαζί τους , ας γονατίζουμε ένα λεπτό κάθε βράδυ και ας παρακαλούμε το Θεό να φωτίζει και αυτούς αλλά και εμάς. Κι όταν οι συνθήκες του έργου μας φαίνεται να δυσχεραίνουν, και τα πολλαπλά καθημερινά προβλήματα μας καταβάλουν, ας έχουμε οδηγό τα λόγια του Χριστού: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω ημάς»[11] και επίσης «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»[12].
Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας
[1] Νικ. Ματσούκα, Ιστορία της Φιλοσοφίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2002, σ.482-483
[2] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ,19905 , σ.91-92
[3] Η Ελλάδα υπό κατοχή, ανοικτή επιστολή 60 καθηγητών πανεπιστημίου και 24 ιδιωτών προς τον ελληνικό λαό, περιοδικό Παρακαταθήκη, τ. 73, σ.11
[4] Νικ. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 19902, σ.22
[5] Στο Gerhard Podskalsky, Η Ελληνική θεολογία επί τουρκοκρατίας (1453-1821), προλογικό σημείωμα της Γερμανικής έκδοσης ,σ.14
[6] Από ομιλία στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσ/νίκης το 1964, βλ. περιοδικό Θεοδρομία, τ.1, 2010, σ.133
[7] Νικ. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τ.Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 19902, σ.21
[8] Απ. 1,8
[9] Θεία λειτουργία, αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου
[10] Ιακ. 1,17
[11] Μτ. 11,28
[12] Ιω. 16,33